- κονιατήρ
- κονι-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,A plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονιατήρ — κονιατήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. κονιατής … Dictionary of Greek
κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] … Dictionary of Greek